διατόνιον

διατόνιον
διᾱτόνιον , διά-ἀτονέω
to be relaxed
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
διᾱτόνιον , διά-ἀτονέω
to be relaxed
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
διά-ἀτονέω
to be relaxed
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
διά-ἀτονέω
to be relaxed
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
διά-τονέω
imperf ind act 3rd pl (doric)
διά-τονέω
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διατόνιο — και διατόνι, το (Α διατόνιον) [διάτονος] νεοελλ. 1. δοκάρι από τη μια άκρη κατασκευής ώς την άλλη 2. μικρό μεταλλικό πλαίσιο για τη σύνδεση δύο κομματιών, ιδίως για τη σύνδεση τών ιμάντων με την ιπποσκευή, θηλυκωτήρι αρχ. αγκίστρι, κρίκος απ όπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”